- τριτημορίου
- τριτημόριονequal to a third partneut gen sgτριτημόριοςequal to a third partmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαλεκαρτσέρι — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Ιταλών ευγενών Ντάλε Καρτσέρι (Dalle Carceri) από τη Βερόνα, πολλοί από τους οποίους ήρθαν στην Ελλάδα με τον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό και εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, την οποία δυνάστευσαν… … Dictionary of Greek